- ὑποστένοι
- ὑποστένοῑ , ὑποστένωmoan in a low tonepres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποστένω — Α 1. στενάζω ήρεμα 2. γογγύζω («ὑποστένοι μεντἂν ὁ θρανίτης λεώς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στένω «στενάζω»] … Dictionary of Greek